κοιλιοχορδοφάσα
Greek Monolingual
κοιλιοχορδοφάσα, ἡ (Μ)
(για την αλεπού) αυτή που καταβροχθίζει κοιλιές και έντερα («μαγγαναρέα, μιαρή, κοιλιοχορδοφάσα», Διήγ. Παιδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλιό-χορδα «κοιλιές και εντόσθια» + -φάσα (< φαγούσα, θηλ. μτχ. αόρ. β' ἔ-φαγ-ον του τρώγω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.].