φάσα

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

η, Ν
πρόσθετη λωρίδα υφάσματος που ράβεται σε ένδυμα για να το μακρύνει ή να το φαρδύνει ή, απλώς, για να το διακοσμήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascia «λωρίδα»].