μαγγαναρέα

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

μαγγαναρέα, ἡ (Μ)
μάγισσα, γόησσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγανάρης].