κοιλιτική

English (LSJ)

(sc. νόσος), ἡ, disease in the bowels, Cat.Cod.Astr.2.161.

Greek Monolingual

κοιλιτική, ἡ (Α) κοιλία (Α)
(ενν. νόσος) ασθένεια της κοιλιάς, κοιλόπονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. κοιλι-τική (ενν. νόσος) < κοιλία + κατάλ. -τική, θηλ. του -τικός ή ίσως μέσω ενός αμάρτυρου κοιλ-ίτης].