κοιλιόδεσμος

English (LSJ)

ὁ, bellyband, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπόδεσμος, κεφαλόδεσμος)].