καρπόδεσμος

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπόδεσμος Medium diacritics: καρπόδεσμος Low diacritics: καρπόδεσμος Capitals: ΚΑΡΠΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: karpódesmos Transliteration B: karpodesmos Transliteration C: karpodesmos Beta Code: karpo/desmos

English (LSJ)

ὁ, bandage for wrist, Sor.Fasc.50, Cass.Fel.24.

Greek Monolingual

καρπόδεσμος, ὁ (Α)
το δέσιμο του καρπού του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. καρπός (ΙΙ) + δεσμός (< δέω [ΙΙ])].