κοιλοσώματος

English (LSJ)

κοιλοσώματον, hollow-bodied, κύτος Antiph.52.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοσώματος: -ον, ἔχων κοῖλον σῶμα, κύτος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.

Greek Monolingual

κοιλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμακύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -σώματος (< σῶμα, -τος) πρβλ. λευκοσώματος, ολιγοσώματος].