κοινογάμια

English (LSJ)

[γᾰ], ων, τά, promiscuous concubinage, Clearch.49.

German (Pape)

[Seite 1468] τά, Heirathsgemeinschaft; Ath. XII, 555 d πρῶτος Κέκροψ μίαν ἑνὶ ἔζευξεν, ἀνέδην τὸ πρότερον οὐσῶν τῶν συνόδων καὶ κοινογαμίων ὄντων. – Bei K. S. auch κοινογαμία, ἡ.

Greek (Liddell-Scott)

κοινογάμια: -ων, τά, κοινοὶ γάμοι, κοιναὶ μίξεις (ἄνευ συζυγικοῦ δεσμοῦ), Ἀθήν. 555D· ― παρ’ Ἐκκλ. καὶ κοινογαμία, ἡ.

Greek Monolingual

κοινογάμια, τὸ (Α)
η κοινογαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινογαμία, με αλλαγή γένους (πρβλ. καταπόσια: (δυσ)καταποσία)].