κοινωνικοποιώ

Greek Monolingual

προβαίνω σε κοινωνικοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινωνικός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ιδιο-ποιῶ, προσωπο-ποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. socialize].