το (μηχανολ.) εργαλείο τών μηχανουργών και σιδηρουργών που χρησιμοποιείται με το χέρι ή με εργαλειομηχανή για τη διάνοιξη εσωτερικών σπειρωμάτων σε οπές μικρής διαμέτρου τα οποία προορίζονται για την εισαγωγή βιδών, ο σπειροτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. κολαούζος].