κολλυρίων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a bird of the thrush kind, perhaps fieldfare, Turdus pilaris, Arist.HA617b9.
German (Pape)
[Seite 1474] ωνος, ὁ, ein Raubvogel, Arist. H. A. 9, 33; Hesych.
Russian (Dvoretsky)
κολλυρίων: ωνος ὁ предполож. дрозд-рябинник (Turdus pilaris) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κολλῠρίων: ὁ, πτηνόν τι ἐκ τοῦ εἴδους τῆς κίχλης, ἴσως turdus pilaris, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 23, 2· διάφ. γραφ. κορυλλίων.
Greek Monolingual
κολλυρίων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλύρα + επίθημα -ίων (πρβλ. καμινίων, κολοβίων)].