καμινίων
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
English (LSJ)
ωνος, ὁ, furnace-attendant, IG5(2).50.82 (ii A.D.).
Greek Monolingual
καμινίων, -ωνος, ὁ (Α)
επιγρ. ο επιστάτης του καμινιού, του κλιβάνου, αξίωμα στα γυμναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του καμινεύς.