Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κομμίωση
Greek Monolingual
η ασθένεια τών φυτών που χαρακτηρίζεται από άφθονη παραγωγή κόμμεως. [ΕΤΥΜΟΛ.<κόμμι+ κατάλ. -ω-σις, με την επίδραση ενός αμάρτυρου ρ. κομμιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδαΑκρόπολις].