κομποθήλυκον
Greek Monolingual
κομποθήλυκον, τὸ (Μ)
1. κούμπωμα, θηλυκωτήρι
2. στον πληθ. τὰ κομποθήλυκα
α) δακτυλιόσχημες υποδοχές για το κουμπί ή για άλλο όργανο συνδέσεως
β) οι λινές ή βαμβακερές ταινίες, φιτίλια που τοποθετούσαν πάνω σε πληγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) + θηλύκι «κουμπότρυπα - θηλυκωτήρας»].