κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
και κομπότρυπα, η1. η σχισμή σε ρούχο ή παπούτσι από την οποία περνά και συγκρατείται το κουμπί2. τραύμα από μαχαίρι ή από σφαίρα όπλου.