κοναβηδόν

English (LSJ)

Adv. with a noise, clash, AP7.531 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 1480] mit Getöse, Gerassel, Antip. Th. 26 (VII, 531).

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un bruit retentissant.
Étymologie: κοναβέω, -δον.

Russian (Dvoretsky)

κονᾰβηδόν: adv. с шумом Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ κονάβου, κρότου, ψόφου, ἀντηχήσεως, κλαγγῆς, Ἀνθ. Π. 7. 531.

Greek Monolingual

κοναβηδόν (Α)
επίρρ. με θόρυβο, με κρότο, με πάταγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόναβος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμηδόν, σωρηδόν)].

Greek Monotonic

κονᾰβηδόν: επίρρ., με κρότο, με θόρυβο, με πάταγο, σε Ανθ.

Middle Liddell

with a noise, clash, din, Anth.