Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κονιοποίηση
Greek Monolingual
η μέθοδος μετατροπής στερεού σώματος σε σκόνη με τρίψιμο, κοπάνισμα ή άλεσμα, η λειοτρίβιση («μηχανή κονιοποιήσεως»). [ΕΤΥΜΟΛ.<κονιοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κονιοποίησις, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγελου Βλάχου].