Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κονκάρδα
Greek Monolingual
και κογκάρδα και κοκάρδα, η 1. μικρό διακριτικό σήμα σε καπέλο, σε ένδυμα ή σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα 2. το εθνόσημο που τοποθετείται πάνω στο πηλήκιο τών στρατιωτικών. [ΕΤΥΜΟΛ.< γαλλ. cocarde, θηλ. του cocard<coq «πετεινός»].