Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κοντόθωρος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. μύωπας, αυτός που δεν μπορεί να δει μακριά 2.μτφ. αυτός που έχει περιορισμένη αντίληψη τών πραγμάτων ή που δεν μπορεί να δει τα πράγματα μακροπρόθεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ.<κοντ(ο)- + -θωρος (< θ. θωρ- του θωρώ), πρβλ. γλυκόθωρος, καλόθωρος].