θωρώ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Greek Monolingual
και θωράω και θαρώ (Μ θωρῶ και θαρῶ)
1. βλέπω, κοιτάζω, αντικρίζω («πώς μάς θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου;» Βαλαωρ.)
2. παρατηρώ, παρακολουθώ προσεκτικά
3. διακρίνω, στοχάζομαι, διαισθάνομαι («θωρώ ξαναγιαρύσασι κι ήρθαν τα περασμένα», Ερωτόκρ.)
2. αντιλαμβάνομαι, εκτιμώ, κρίνω («που τα δίκαια σου θωρώντας», Σολωμ.)
3. θαρώ, υποθέτω, εικάζω, νομίζω, μού φαίνεται πως («θωρώ πως δεν τά πάει καλά με τους δικούς του»)
4. υπολογίζω, σκέπτομαι («ο πόθος τούτα δε θωρεί, η αγάπη δε λογιάζει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρώ, με συγκοπή. Η αφηρημένη σημασία του θεωρώ διατηρείται εν μέρει, το ρ. όμως σημαίνει συνήθως «βλέπω, παρατηρώ»].