[Seite 1483] u. κόπρινος, zum Miste gehörig, dreckig.
κοπρικός: -ή, -όν, ἢ κόπρινος, πλήρης κόπρου, ῥυπαρός, βρωμερός, Γλωσσ.
κοπρικός, -ή, όν (Α) κόπρος (Ι)]γεμάτος κοπριά, ρυπαρός, βρομερός, σκατένιος.