κόπρινος

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπρινος Medium diacritics: κόπρινος Low diacritics: κόπρινος Capitals: ΚΟΠΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kóprinos Transliteration B: koprinos Transliteration C: koprinos Beta Code: ko/prinos

English (LSJ)

η, ον, full of dung, filthy, Glossaria; κόπρινοι σκώληκες worms in excrement, Hp.Superf. 28.

Greek Monolingual

κόπρινος, -ίνη, -ον (Α)
1. κοπρικός
2. (για τα σκουλήκια) αυτός που βρίσκεται στα κόπρανα («κόπρινοι σκώληκες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. -ινος, δηλωτική της ύλης (πρβλ. ξύλινος, πέτρινος)].

German (Pape)

zum Miste gehörig, dreckig.