η(ψυχιατρ.) νοσηρή κατάσταση κατά την οποία το πάσχον άτομο αρέσκεται στις ακαθαρσίες τών περιττωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprophilia < copro-phil- (πρβλ. κοπρόφιλος) + κατάλ. -ia (πρβλ. -ία)].