κορακόπουλο

Greek Monolingual

το
κόρακας μικρός στην ηλικία, μικρό κοράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + -πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. κοτόπουλο, πριγκιπόπουλο].