κοράκι

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

το (ΑM κοράκιον)
ονομασία, κοινή σήμερα, είδους στρουθιόμορφου πτηνού που σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών κορακιδών
νεοελλ.
1. μικρός ξύλινος ή και σιδερένιος μοχλός που συγκρατεί κλειστά τα φύλλα πόρτας, ντουλαπιού κ.λπ.
2. μικρό μετάλλινο άγκιστρο για τη σύνδεση δύο αντικειμένων, γάντζος
3. (χλευαστικά) νεκροθάφτης
4. κοινή ονομασία τών δύο ακρότατων τμημάτων τών πλοίων, ιδίως τών ξύλινων ιστιοφόρων και τών λέμβων (α. «κοράκι της πρύμνης» β. κοράκι της πλώρης»)
5. φρ. «πήγαινε στα κοράκια» ή «να σέ φάνε τα κοράκια» — άι στο διάβολο, άντε χάσου
αρχ.
το φυτό ιεράκιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + υποκορ. κατάλ. -ι(ον), πρβλ. μαχαίρ-ι(ον), πόδ-ι(ον)].