κοροϊδεύω

Greek Monolingual

κορόιδο
1. εμπαίζω, περιπαίζω, χλευάζω, περιγελώ («όλοι τον κοροϊδεύουν για τα καμώματά του»)
2. εξαπατώ, ξεγελώ («τον κορόιδεψε στο ζύγι»).