κορυφών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, = κορύφωμα (top, summit), Glossaria.

Greek Monolingual

κορυφών, -ῶνος, ὁ (Α)
η κορύφωση, η συγκεφαλαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. κορυφή.