κορωνόβιος

Greek Monolingual

κορωνόβιος, -ον (Μ)
1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος
2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» — βαθιά γερατειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνόβιος, νυκτόβιος].