κοσμοσυρροή

Greek Monolingual

η
συνάθροιση πλήθους ανθρώπων, κοσμοπλημμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + συρροή. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].