κοσμοπλημμύρα
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
Greek Monolingual
και κοσμοπλήμμυρα, η
μεγάλο πλήθος ανθρώπων συγκεντρωμένο σε ένα μέρος ή κινούμενο προς μια κατεύθυνση, κοσμοσυρροή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πλημμύρα. Η λ., στον τ. κοσμοπλήμμυρα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].