κοσμοφλεγής

English (LSJ)

κοσμοφλεγές, setting the world on fire, δαλός Eleg. ap. Jo.Sic. in Rh.6.57 W.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοφλεγής: -ές, καταφλέγων τὸν κόσμον, Α. Β. 1454.

Greek Monolingual

κοσμοφλεγής, -ές (Μ)
αυτός που καταφλέγει, που κατακαίει τον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -φλεγής (< φλέγος, τὸ), πρβλ. βραδυφλεγής, πυριφλεγής].

German (Pape)

ές, die Welt verbrennend, B.A. 1454.