πυριφλεγής
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
πυριφλεγές,
A flaming with fire, blazing, Plu.2.948c; f.l. for περιφλεγής in X.HG5.3.19.
2 violently inflamed, ὑστέραι Hp.Mul.1.54; π. δίψαι burning thirst, Aret.SD2.2.
German (Pape)
[Seite 823] ές, im Feuer od. vom Feuer brennend; καῦμα, Xen. Hell. 5, 3, 19; von Fieberhitze, Hippocr. u. Sp.; ῥεῖθρον, der Pyriphlegethon, Lycophr. 699.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brûle avec flamme, au feu ardent.
Étymologie: πῦρ, φλέγω.
Russian (Dvoretsky)
πῠριφλεγής: пылающий, палящий, жгучий (καῦμα Xen.; ἥλιοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
πῠριφλεγής: -ές, ὁ φλέγων ὡς πῦρ, κατὰ θέρους ἀκμὴν καῦμα πυριφλεγὲς λαμβάνει αὐτὸν Ξενοφ. Ἑλλ. 5. 3, 19, Πλούτ. 2. 948C. 2) λίαν πεφλογισμένος, κοιλίη Ἱππ. 610. 24· - ἐφθαρμένως πυριφλεγέθης, ὁ αὐτ. 609. 51., 665. 23· π. δίψαι, αἱ ἐκ φλογώσεως προερχόμεναι, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που φλέγεται σαν τη φωτιά, αυτός που αναδίδει πύρινες φλόγες
νεοελλ.
μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που ενεργεί με ζέση
β) (για τον έρωτα) σφοδρός, δυνατός, φλογερός
αρχ.
αυτός που παρουσιάζει μεγάλη φλόγωση («πυριφλεγεῖς ὑστέραι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλεγης (< φλέγος, το < φλέγω), πρβλ. κοσμοφλεγής.
Greek Monotonic
πῠριφλεγής: -ές (φλέγω), φλογερός, πύρινος, σε Ευρ.
Middle Liddell
πῠρι-φλεγής, ές φλέγω
flaming with fire, blazing, Eur., Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πῦρ + φλέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πῦρ.