κοσμόπολις

English (LSJ)

ὁ, a magistrate among the Locrians, Plb.12.16.6 (dat. κοσμοπόλιδι), and 9 (acc. κοσμόπολιν); at Thasos, IG12(8).386,459; at Lyttus in Crete, CIG2583; at Cibyra, IGRom.4.908; at Miletus, title of the ἀρχιπρύτανις, Milet.1(7).230,231.

German (Pape)

ὁ, Stadtordner, eine Obrigkeit bei den Lokrern, Pol. 12.16.6.

Russian (Dvoretsky)

κοσμόπολις: εως ὁ (acc. κοσμόπολιν) правитель города (носитель высшей власти у локрийцев) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμόπολις: ὁ, ἄρχων τις παρὰ τοῖς Λοκροῖς, Πολύβ. 12. 16, 9· ἐν Θάσῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2163 (προσθῆκ.)· ἐν Λύκτῳ ἢ Λύττῳ τῆς Κρήτης 2583· ἐν Κιβύρᾳ, 4380b· πρβλ. κόσμος ΙΙΙ.

Greek Monolingual

κοσμόπολις, -όλιδος, ὁ (Α)
ονομασία αρχόντων σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πόλις, -ιδος (< πόλις), πρβλ. δικαιόπολις, ερημόπολις].