κοτρώνι

Greek Monolingual

το
1. λίθος, λιθάρι, πέτρα
2. μεγάλος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών-ιον < κροτώ, με αντιμετάθεση φθόγγων (πρβλ. φούχτα: χούφτα)].