κοτσίδα

Greek Monolingual

η
1. πλεξίδα μαλλιών ή κλωστών
2. είδος τρίκλωνου γαϊτανιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοττίς «κεφαλή» < κόττος. Για την τροπή του -τ(τ)ι- σε -τσι- (τσιτακισμός) πρβλ. κληματίδα > κληματσίδα, ιδρωτίλα > δρωτσίλα].