πλεξίδα

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

και πλεξούδα, η, Ν
1. πλόκαμος μαλλιών, κοτσίδα
2. πλέγμα από σκόρδα και κρεμμύδια, πλεξάνα και, γενικά, καθετί πλεγμένο σε αρμαθιά
3. ναυτ. είδος σχοινιού, πλεκτή, κν. σαλαμάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλεξίδα έχει σχηματιστεί από το υποκορ. πλεξίδι με κατάλ. -α (πρβλ. χωράφι > χωράφα, ξυράφι > ξηράφα), ενώ ο τ. πλεξούδα από το υποκορ. πλεξούδι].