κληματσίδα

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

και κλεμαξίδα, η (Μ κληματσίδα)
κληματόβεργα, κληματίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κληματίς με μαλάκωμα του -τ-, πριν από -ι-, πρβλ. ιδρωτίλα > δρωτσίλα].