κουβούσι

Greek Monolingual

το
1. τετράγωνο άνοιγμα, καταρρακτή θύρα στο κατάστρωμα πλοίου, με την οποία γίνεται η συγκοινωνία και ο αερισμός του πλοίου, καθέκτης
2. συνεκδ. θολωτό στέγασμα της καθόδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kovuş].