κουκουβάγια
Greek Monolingual
και κουκκουβάγια, η (Μ κουκουβάγια και κουκουβάγη και κουκουβάϊα και κουκουβία)
ονομασία, κοινή σήμερα, νυκτόβιων αρπακτικών γλαυκόμορφων πτηνών
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία του χρυσάνθεμου τών σιταγρών, αλλ. αγρομαντιλίδα, τσιτσιμπάλα
2. παροιμ. «άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας» — λέγεται για πράγματα που έχουν τελείως άνιση αξία και δεν μπορούν να συγκριθούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ., από τη φωνή του πουλιού αυτού].