κουμπούρι

Greek Monolingual

το
1. (στο παρελθόν) περιστήθιο ένδυμα με πολλά κουμπιά
2. φαρέτρα
3. κουμπούρα, περίστροφο, πιστόλι («σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια», Πολίτ.)
4. στον πληθ. τα κουμπούρια
μτφ. οι μαστοί, τα βυζιά («Μαριώ μου, τα κουμπούρια σου με τί τά 'χεις γιομάτα», δημ. δίστιχο)
5. φρ. «το 'κοψε κουμπούρι» ή «πάει κουμπούρι» — έφυγε κρυφά και τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουμπί + κατάλ. -ούρι. Η σημ. «πιστόλι» οφείλεται στο ότι το όπλο αυτό το έβαζαν μέσα στο περιστήθιο ένδυμα].