κουμπότρυπα

Greek Monolingual

και κομπότρυπα, η
1. η σχισμή σε ρούχο ή παπούτσι από την οποία περνά και συγκρατείται το κουμπί
2. τραύμα από μαχαίρι ή από σφαίρα όπλου.