κουρέας

Greek Monolingual

ο (ΑM κουρεύς, κουρέως) κουρά
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να κουρεύει τα μαλλιά και να ξυρίζει τα γένεια
2. αυτός που κουρεύει το τρίχωμα τών ζώων
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) πτηνό που η φωνή του μοιάζει με τον ήχο του μαχαιριού του γναφέα.