κουφόνους

English (LSJ)

-ουν, contr. for κουφόνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κουφόνοος.

Greek Monolingual

-ουν (Α κουφόνους, -ουν)
ελαφρόμυαλος, αστόχαστος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κουφόνουν
η κουφόνοια («τῷ Καρχηδονίων κουφόνῳ», Αππ.)
επίρρ...
κουφόνως (Α)
αστόχαστα, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο)- (ΙΙ) + νοῦς (πρβλ. κρυψίνους, μικρόνους)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφόνους -ουν, zonder contr. κουφόνοος -οον [κοῦφος, νοῦς] lichtzinnig, onbekommerd.

Middle Liddell

κουφό-νους, ουν
light-minded, thoughtless, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

changeable, light-headed, light-hearted, light-minded

German (Pape)

zusammengezogen st. κουφόνοος.