μικρόνους

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232

Greek Monolingual

-ουν
1. αυτός που έχει νωθρή διάνοια, ο διανοητικώς καθυστερημένος
2. αυτός που προέρχεται από μικρό νου ή αυτός που αρμόζει σε μικρό νου («μικρόνουν σχέδιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -νους (πρβλ. παρά-νους). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Δ.Γ. Καμπούρογλου].