κοφτερός

Greek Monolingual

-ή, -ό κοφτός
1. αυτός που κόβει καλά, αιχμηρός, οξύς («κοφτερό ψαλίδι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το κοφτερό
καθετί που κόβει.