κοχλιουλκός

Greek Monolingual

ο
εργαλείο για την εξαγωγή κοχλιών από το εσωτερικό οπής, κν. ξεβιδωτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -ουλκός (< -ελκός < ἕλκω), πρβλ. κηρουλκός, πολφουλκός].