οεργαλείο για την εξαγωγή κοχλιών από το εσωτερικό οπής, κν. ξεβιδωτήρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -ουλκός (< -ελκός < ἕλκω), πρβλ. κηρουλκός, πολφουλκός].