κηρουλκός
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
κηρουλκόν, (κήρ, ἕλκω) bringing destruction, Lyc.407.
German (Pape)
[Seite 1434] ins Verderben ziehend, πάγη Lycophr. 407.
Greek (Liddell-Scott)
κηρουλκός: -όν, (κήρ, ἕλκω) ἐπιφέρων καταστροφήν, ὀλέθριος, Λυκόφρ. 407.
Greek Monolingual
κηρουλκός, -όν (Α)
αυτός που επιφέρει καταστροφή, ολέθριος, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρο-ελκός με συναίρεση < κηρο- (< κήρ [Ι]) + -ελκός (< έλκω), πρβλ. πλινθουλκός, φωτουλκός].