κοψιά

Greek Monolingual

η
1. η τομή που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο
2. το σημάδι που μένει μετά το κόψιμο
3. εξωτερική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ- του κόβω (πρβλ. αόρ. έ-κοψ-α), + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισιά, ριξιά)].