κοψοχερίζω

Greek Monolingual

κοψοχερίζω (Μ)
κόβω το χέρι ή τα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χερ-ίζω (< χέρι), πρβλ. καταχερίζω].