κούρσος

Greek Monolingual

το (Μ κοῦρσος και κρούσος και κοῦρσον, τὸ, και κοῦρσος, ὁ)
1. ληστρική επιδρομή, λεηλασία
2. πολεμική λεία, λάφυρο
μσν.
1. ληστρική συμμορία
2. αρπαγή
3. φρ. «βάνω κοῦρσος» — λεηλατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursus].